-
1 μερμερος
21) тяжелый, трудный(ἔργα Hom.)
2) ужасный, страшный(ἔργα γυναικῶν Hes.; κακόν Eur.; ἥρως Anth.)
3) ( о людях) тягостный, невыносимый, назойливый Plat.4) ловкий, хитрыйμέρμερον χρῆμα Plut. — хитрая тварь ( о лисе)
См. также в других словарях:
μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να … Dictionary of Greek